Θεὸν ἐπιορκῶν μὴ δόκει λεληθέναι → Deum latere ne putes, quod peieras → Nie, glaub's nur, bleibt vor Gott ein Meineid unbemerkt
το / ῥηγλίον, ΝΑ ρήγλαυποκορ. τ. του ρήγλα.
Bulgarian: равнилка; Galician: rapa, rebolo, rebola; Greek: κόφτρα, ρήγλα, ρηγλί, ρίγλα; Ancient Greek: ἀπόμακτρον, ῥόχανον; Latin: hostorium; Welsh: cyforbren