πεῖσμα
English (LSJ)
(A), ατος, τό,
A ship's cable, usu. the stern-cable by which the ship was made fast to the land, λιμήν... ἵν' οὐ χρεὼ πείσματός ἐστιν—οὔτ' εὐνὰς βαλέειν, οὔτε πρυμνήσι' ἀνάψαι Od.9.136 ; πεῖσμα δ' ἔλυσαν ἀπὸ τρητοῖο λίθοιο 13.77; πεῖσμα . . κίονος ἐξάψας μεγάλης 22.465 : pl., ἀπὸ πείσματ' ἔκοψα νεός 10.127, cf. A.Supp.765, Ag. 195 (lyr.); πίσυνοι λεπτοδόμοις π., of Xerxes' bridge of boats, Id.Pers. 112(lyr.) : metaph., ἐχόμενοι ὥς τινος ἀσφαλοῦς π. Pl.Lg. 893b; ἔλυσεν οἷον νεὼς πείσματα Id.Ti.85e; τύχης π. λυσάμενος BCH25.327 (Mysia); of the marriage-tie, Ph.1.563 : prov., πᾶν πεῖσμα διέρρηκται Hld.7.25 : metaph., of reins, νέμειν πείσματα Θήβης Epic. in BKT5 (1) p.115. 2 generally, rope, Od.10.167; boat-rope, painter, Theophil.6. 3 stalk of the fig, Gp. 10.56.2and4; cf. πάσμα, πέσμα. (Πενθ-σμα, cf. Goth. bindan 'bind', etc.)
πεῖσμα (B), ατος, τό, (πείθω))
A persuasion, confidence, μετὰ βεβαίου π. S.E.P.1.18, cf. Arr.Epict.2.20.26 (pl.), Porph.Abst.2.37;μετὰ πείσματος τεθαρρηκότος confidently, Plu.2.106d.