ἐπικρεμάννυμι
English (LSJ)
and ἐπικρεμαννύω,
A hang over, ἄτην τινί Thgn.206 codd.; κίνδυνον Plb.2.31.7; φόβον D.S.16.50. II. Pass., ἐπικρέμαμαι, aor. ἐπεκρεμάσθην, overhang, of a rock, h.Ap.284; οἰκία ἐπικρεμαμένη τῇ ἀγορᾷ Plu.Publ.10: metaph., hang over, threaten, θάνατος Simon.39.3; δόλιος αἰών Pi.I.8(7).14 (tm.); τιμωρία Th.2.53; ἐπικρεμάμενος κίνδυνος impending danger, Id.7.75, cf.3.40: c.dat.pers., ἐπικρέμαθ' ἧμιν ὄλεθρος A.R.3.483; Ep.3pl. impf. ἐπεκρεμόωντο Nonn.D.20.173.