γενεθλιάς
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
γενεθλιάς: -άδος, ἡ, ἰδιότροπον θηλ. τοῦ γενέθλιος, Νόνν. μετάφρ. Εὐαγγ. κ. Ἰω. θ’, 7.
Spanish (DGE)
-άδος
congénito, de nacimiento ὀμίχλη Nonn.Par.Eu.Io.9.1
•subst. ἡ γ. (sc. ἡμέρα) aniversario, cumpleaños πρώτη γ. IG 12(2).489.4 (Mitilene I/II d.C.?).