παραπείθω
English (LSJ)
fut.
A -πείσω Com.Adesp.25.17 D. (dub.) : Ep.aor. παρ- or παραι-πέπῐθον :—win by persuasive arts, prevail upon, Il. 24.208 ; Πηλείωνα . . σπουδῇ παρπεπιθόντες 23.37, cf. 606, Od.24.119 ; freq. with a notion of deceit or guile, beguile, cajole, ὅς μ' ἄγε παρπεπιθὼν ᾗσι φρεσί Od. 14.290 : c. acc. et inf., μή σε ἔπεσσι παραιπεπίθῃσιν Ὀδυσσεὺς μνηστήρεσσι μάχεσθαι 22.213 ; παράπεισον . . ἐλθεῖν . . Ἰσμηνόν E. Supp.60(lyr.) :—rare in Prose, μή πῃ πρεσβύτας ἡμᾶς ὄντας . . παραπείσῃ may cajole us, Pl.Lg.892d, cf. Nic.Dam.130.24J. :—Pass., παραπεπεῖσθαι to be beguiled into doing a thing, Arist.LI969b17.