σιδηρήεις
English (LSJ)
σιδηρήεσσα, σιδηρήεν, poet. for σιδήρεος, Nic.Al.51, Man.1.313.
German (Pape)
[Seite 879] εσσα, εν, poet. = σιδήρεος; Nic. Al. 31; Man. 1, 313.
Greek (Liddell-Scott)
σῐδηρήεις: εσσα, εν, ποιητ. ἀντὶ σιδήρεος, Νικ. Ἀλεξιφ. 51, Μανέθων 1. 313.
Greek Monolingual
-εσσα, -εν, Α
(ποιητ. τ.) βλ. σιδηρούς.