Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
ἡρωϊστής και ἡροϊστής, ἡρωειστής, ἡρωϊαστής, ἡρῳαστής, ἡρωστής, ό (Α) ηρωίζωλάτρης ή υμνητής νεκρού ήρωα.