κάμπος
English (LSJ)
εος, τό,
A a sea-monster, Lyc.414. II = ἱπποδρόμος (Sicel), Hsch. καμπουλίρ· ἐλαίας εἶδος (Lacon.), Id. (-ούληρ cod.).
εος, τό,
A a sea-monster, Lyc.414. II = ἱπποδρόμος (Sicel), Hsch. καμπουλίρ· ἐλαίας εἶδος (Lacon.), Id. (-ούληρ cod.).