μελητέον

Revision as of 12:11, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

one must take thought, τοῦ λανθάνειν Pl. R.365e.

French (Bailly abrégé)

adj. verb. de μέλω.

Russian (Dvoretsky)

μελητέον: adj. verb. к μέλω.

Greek (Liddell-Scott)

μελητέον: ῥηματ. ἐπίθετ., πρέπει τις νὰ φροντίσῃ περί τινος, ἡμῖν οὐ μελητέον τοῦ λαθεῖν Πλάτ. Πολ. 365D.

Greek Monotonic

μελητέον: ρημ. επίθ. του μέλω, κάτι για το οποίο πρέπει να αναληφθεί φροντίδα, τινός, σε Πλάτ.