μελητέον
English (LSJ)
one must take thought, τοῦ λανθάνειν Pl. R.365e.
French (Bailly abrégé)
adj. verb. de μέλω.
Russian (Dvoretsky)
μελητέον: adj. verb. к μέλω.
Greek (Liddell-Scott)
μελητέον: ῥηματ. ἐπίθετ., πρέπει τις νὰ φροντίσῃ περί τινος, ἡμῖν οὐ μελητέον τοῦ λαθεῖν Πλάτ. Πολ. 365D.
Greek Monotonic
μελητέον: ρημ. επίθ. του μέλω, κάτι για το οποίο πρέπει να αναληφθεί φροντίδα, τινός, σε Πλάτ.