γαίω
English (LSJ)
impf.
A γαίεσκον Hsch.:—rejoice, exult, Hom. only in Il., in phrase, κύδεϊ γαίων Il.1.405, 5.906, 8.51; [Σφαῖρος] μονίῃ γαίων Emp. 27.4. (γάϝ-yω, v. γάνυμαι.)
impf.
A γαίεσκον Hsch.:—rejoice, exult, Hom. only in Il., in phrase, κύδεϊ γαίων Il.1.405, 5.906, 8.51; [Σφαῖρος] μονίῃ γαίων Emp. 27.4. (γάϝ-yω, v. γάνυμαι.)