διαδικάζω
English (LSJ)
A give judgement, And.1.28, Pl.R.614c, Lg.916b (Pass.); χορηγοῖς, ἀρχὰς δ., X.Ath.3.4; διεδίκαξαν δίκας IG7.21 (Megara); τὰς ἀμφισβητήσεις τισί Arist.Ath.57.2: c. gen., δ. ἀστρατείας X.Ath.3.5 (prob. l.). 2 hold inquiry, esp. at Athens, of naval matters, δ. εἴ τις τὴν ναῦν μὴ ἐπισκευάζει X.Ath.3.4; ἀριθμὸς τριήρων καὶ σκευῶν τῶν -δεδικασμένων IG2.795f60. 3 Med., go to law, dispute, διαδικασόμενος τῇ βουλῇ περὶ ἀληθείας Din.2.1; ταῦτα διαδικασόμεθα περὶ τῆς σοφίας Pl.Smp.175e, etc.; διαδικάσασθαι ἐν φίλοις τὰ πρὸς ἐμέ to settle by friendly arbitration, D.30.2; Διαδικαζόμενοι, title of play by Dioxippus, Suid., cf. IG2.975 iii 21, BGU19i4(ii A. D.). b submit oneself to trial, Pl.Phd. 107d, 113d, X.HG5.3.10: later, aor. Pass. διαδικασθῆναι, = διαδικάσασθαι, D.L.1.74, D.C.48.12. II = διὰ ὅλου τοῦ ἔτους δικάζω, Critias Fr.71 D.