κατάγνυμι

Revision as of 22:25, 8 February 2013 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

inf. -ύναι [ῠ] Th.4.11, Pl.Phdr.265e; καταγνύω Eub. 107.14, X.Oec.6.5; late pres. κατάσσω, κατεάσσω (qq. v.): fut.

   A κατάξω Eup.323: aor. κατέαξα Hom., etc. (v. infr.); Ion. κατῆξα Hp.Epid.5.26; 3sg. subj. κατάξει SIG38.37 (Teos, v B.C.); part. κατάξας (Dobree for κατεάξας) Lys.3.42, Plu.2.526b (v.l. κατεάξας, κατάγξας); Ep. opt. καυάξαις = καϝϝάξαις for κατ-ϝάξαις, Hes.Op. 666, 693:—Pass., κατάγνῠμαι Hp.Fract.45, Art.67, Ar.Pax703: impf. κατεάγνυτο Epicur.Nat.113G.: aor. 2 κατεάγην [prob. ᾰ] Ar. V.1428, subj. κατ-ᾱγῶ (contr. fr. κατᾰ-ϝᾰγ-) Id.Fr.604, prob. in Id.Ach.928, opt. κατᾱγείην ib.944; part. καταγείς [prob. ᾱ] IG2.1673.33, 39, al., later κατᾰγέντος APl.4.187: fut. καταγήσομαι Cat.Cod. Astr. 8(4).129: pf.κατέᾱγα, Ion. κατέηγα Hp.Art.67 (in pass. sense); part. κατεαγώς, written κατειαγώς IG22.1673.55, contr. κατηγώς Phoenix5.1: pf. Pass. κατέαγμαι Luc.Tim.10, Paus.8.46.5, Artem. 5.32: aor. 1 κατεάχθην LXXJe.31(48).25; inf. καταχθῆναι Arist.PA 640a22; part. καταχθείς Anon.Lond.26.52, D.Chr.11.82.--The forms κατέαξα, κατεάγην led the copyists to insert the ε in unaugmented forms, as κατεάξας Lys. l.c., κατεαγῇ Hp.Art.50, κατεαγῆναι Pl.Grg.469d, and such forms were in use in later Gr., as κατεάξει Ev.Matt.12.20, κατεαγῶσιν Ev.Jo.19.31, κατέαξαν BGU908.25 (ii A.D.):— break in pieces, shatter, κατά θ' ἅρματα ἄξω Il.8.403; ἄξονα Hes.Op. 693; τὸ (sc. ἔγχος) γὰρ κατεάξαμεν Il.13.257; νέα μέν μοι κατέαξε Ποσειδάων Od.9.283, cf. Hes.Op.666; εἴ τινες μαχεσάμενοι ἔτυχον ἀλλήλων κατάξαντες τὰς κεφαλάς Lys.3.42; κατάξειέ τις αὐτοῦ μεθύων τὴν κεφαλήν Ar.Ach.1166 cod. R (v.l. τῆς κεφαλῆς, cf. οὐ γὰρ κατάξει τῆς κεφαλῆς τὰ ῥήματα Eup.323, κατῆξε τῶν πλευρέων Hp.Epid. 5.26, v. sub fin.); κατάξω τὴν κεφαλήν, ἄνθρωπέ, σου Men.Sam.173; γυνὴ κατέαξ' ἐχῖνον Ar.V.1436; Ναξίαν ἀμυγδάλην κατᾶξαι Phryn. Com.68; τὰς ἀμυγδαλᾶς . . κάταξον τῇ κεφαλῇ σαυτοῦ λίθῳ Ar.Fr.590: metaph., break up into species, μὴ κ. μηδὲ κερματίζειν τὴν ἀρετήν Pl.Men.79a.    2 weaken, enervate, πατρίδα θ', ἢν αὔξειν Χρεὼν καὶ μὴ κατᾶξαι E.Supp.508; τὰς ψυχὰς καταγνύουσι X.Oec.6.5: abs. in pf. part. κατεαγώς effeminate, D.H.Comp.18, Ath.12.524f; αὐλητὴς τῶν κ. Plu.Dem.4; κ. μουσική S.E.M.6.14.    II Pass. with pf. Act., to be broken, δόρατα κατεηγότα Hdt.7.224; ὀστέα Hp. Fract.8; κληΐς Id.Art.14; περὶ δ' ἐμῷ κάρᾳ κατάγνυται τὸ τεῦχος S. Fr.565.3; κατέαγεν ἡ Χύτρα Ar.Th.403; esp. καταγῆναι τὴν κεφαλήν have one's head broken, And.1.61, Lys.3.14; τὴν κεφαλὴν κατεαγέναι D.54.35: Com., στάμνου κεφαλὴν κατεαγότος Ar.Pl.545; τὸ κρανίον E.Cyc.684; τὸ σκάφιον Ar.Fr.604; κατεαγέναι or κατάγνυσθαι τὰ ὦτα, of pugilists, Pl.Grg.515e, Prt.342b; τὴν κλεῖν κατεαγώς D.18.67: also c. gen. partit. (οὐ πᾶσαν τὴν κεφαλὴν ἀλλὰ μέρος τι αὐτῆς Hdn.Philet. p.448 P.), τῆς κεφαλῆς κατέαγε περὶ λίθῳ πεσών Ar.Ach.1180; κατεάγη τῆς κ. Id.V.1428; τῆς κ. καταγῆναι (-εαγῆναι, -εαγέναι codd.) δεῖν Pl.Grg.469d; κατέαγα τοῦ κρανίου Luc.Tim.48: metaph., to be shattered, of an argument, Epicur. l. c.