περαίτερος
English (LSJ)
α, ον, Comp. of πέρα (A),
A beyond, ὁδοὶ περαίτεραι roads leading farther, Pi.O.9.105. II Adv. περαιτέρω, further, μανθάνειν π. E.Ph.1681; ἓν οἷδα κοὐ π. Id.IT247; δεινὰ καὶ π. Ar.Th.705; βουλυτὸς ἢ π. Id.Av.1500; οὐδὲν ὅ τι οὐ ξυνέβη καὶ ἔτι π. Th.3.81; π. τι λέγειν Antipho 5.65; φιλοσοφεῖν Thphr.Char.23.4. 2 c. gen., τῶνδε καὶ π. A.Pr.249; π. τοῦ μετρίου X.Mem.3.13.5; π. τοῦ δέοντος Pl. Grg.484c; π. τόλμης Plu.Galb.8: abs., π. (sc. τοῦ δέοντος) πεπραγμένα beyond what is fit, too far, S.Tr.663: neut. περαίτερον as Adv., π. ἄλλων beyond, better than others, Pi.O.8.63.