πεῖραρ
English (LSJ)
(also πεῖρας, v. infr. 1.5), ᾰτος, τό, Ep., Ion., and Lyr. form of πέρας,
A end, limit, οὐδ' εἴ κε τὰ νείατα πείραθ' ἵκηαι γαίης καὶ πόντοιο Il. 8.478, cf. Od. 5.463, 11.13. 2 completion, οὐ γάρ πω πάντων ἐπὶ πείρατ' ἀέλων ἤλθομεν the end of our labours, 23.248. 3 achievement, execution, mode or means of execution, ᾧ παιδὶ ἑκάστου πείρατ' ἔειπε Il.23.350 ; πείρατ' ἀέθλων δείκνυεν Pi. P.4.220 ; εἰ δέ τις ἀνδρῶν ἡμετέρης τέχνης πείρατά φησιν ἔχειν says he possesses the secret ( = power of execution) of my art, Zeuxisin PLG2.318, cf. IG 3.399 ; νίκης πείρατ' ἔχονται ἐν ἀθανάτοισι θεοῖσι the achievement of victory is dependent on the gods, Il. 7.102 ; νίκης ἐν θεοῖσι πείρατα Archil. 55. 4 final decision, verdict, ἐπὶ ἴστορι πεῖραρ ἑλέσθαι Il.18.501. 5 doom, ἐκφυγέειν μέγα π. ὀϊζύος Od.5.289 ; ὥς κεν θᾶσσον ὀλέθρου πείραθ' ἵκηαι Il.6.143 ; πεῖρας θανάτου Pi.O.2.31. II instrument, tool, ἦλθε δὲ χαλκεὺς ὅπλ' ἐν χερσὶν ἔχων χαλκήϊα, πείρατα τέχνης, ἄκμονά τε σφῦράν τ' εὐποίητόν τε πυράγρην Od.3.433, cf. Sch. Dad loc. 2 esp. tackle, rope, δησάντων σ'. . ὀρθὸν ἐν ἱστοπέδῃ, ἐκ δ' αὐτοῦ πείρατ' ἀνήφθω Od.12.51 ; οὐδ' ἔτι δεσμά σ' ἔρυκε, λύοντο δὲ πείρατα πάντα h.Ap. 129 : metaph., πτολέμοιο πεῖραρ . . τάνυσσαν Il.13.359 : Τρώεσσιν ὀλέθρου πείρατ' ἐφῆπται 7.402 ; πᾶσιν ὀλέθρου πείρατ' ἐφῆπτο Od. 22.33 ; καιρὸν εἰ φθέγξαιο, πολλῶν πείρατα συντανύσαις ἐν βραχεῖ Pi.P.1.81. (περ-Fṛ-, περ-Fṇ-τ-, cogn. with πείρω, πόρος.)