γωνιαῖος
English (LSJ)
α, ον,
A on or at the angle, λίθος LXXJb.38.6, cf. IG12.372.19; στυλίς D.H.3.22; μέρος τείχους J.BJ5.3.5; also γωνιήϊος BCH26.64 (Delph.). II angular, γ. ῥῆμα, i. e. hard to pronounce, Pl.Com.67.
α, ον,
A on or at the angle, λίθος LXXJb.38.6, cf. IG12.372.19; στυλίς D.H.3.22; μέρος τείχους J.BJ5.3.5; also γωνιήϊος BCH26.64 (Delph.). II angular, γ. ῥῆμα, i. e. hard to pronounce, Pl.Com.67.