συγκύπτω
English (LSJ)
A bend forwards, stoop and lay heads together, παιδάρια συγκύψανθ' ἅμα βληχᾶται Ar.V.570; σ. πρὸς ἀλλήλας, of mares, Arist. HA572a23: metaph., οἱ κακοῦντες τὰ κοινὰ συγκύψαντες ποιεῦσι they do it in concert, Hdt.3.82, cf. 7.145; καὶ συγκύψαντες ἅπαντες γελῶσιν Phryn.Com.3.6; τοῦτο δ' εἰς ἕν ἐστι συγκεκυφός Ar.Eq.854. 2 draw together, ἢν συγκύπτῃ τὰ κέρατα τοῦ πλαισίου X.An.3.4.19, cf. 21. II to be bowed down, bent double, as under a burden, Ev.Luc. 13.11, Philostr.Im.2.20; συγκεκῡφώς Them.Or.7.90b; σ. τῷ προσώπῳ LXX Jb.9.27; μελανίᾳ ib.Si.19.26.