κρυόεις
English (LSJ)
εσσα, εν,
A chilling, in metaph. sense, φόβου κρυόεντος Il.9.2; κρυόεσσα Ἰωκή 5.740; ἐν πολέμῳ κρυόεντι Hes. Th.936; συντυχία Pi.I.1.37: later in lit. sense, icy-cold, ἅλς, πάγος, A.R.1.918, AP6.221 (Leon.); Τάρταρος Orph.Fr.222; of Saturn, Cat.Cod.Astr.1.172; cf. ὀκρυόεις.