πιστεύω

Revision as of 19:42, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_2)

English (LSJ)

fut. -εύσω : plpf.

   A πεπιστεύκειν Act.Ap.14.23 : (πίστις) :—trust, put faith in, rely on a person, thing, or statement, τινι Hdt.1.24 ; τῷ λόγῳ Id.2.118, cf. S.El.886, etc. ; π. θεῶν θεσφάτοισι A.Pers.800 ; τῇ τύχῃ Th.5.112 ; σφίσιν αὐτοῖς Id.3.5; ταῖς ἀληθείαις D.44.3 ; [σημείοις] Antipho 5.81 ; π. τινὶ περί τινος Arist. EN1157a21 ; ὑπὲρ τῶν ὅλων Plb.2.43.2 : with neut. Adj. or Pron., λόγοις ἐμοῖσι πίστευσον τάδε believe my words herein, E.Hel.710; τοῦτ' . . Αἰγυπτίοις πιστεῦσαι δεῖ Arist.Mete.343b10 ; μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν Men.Mon.335 : later with Preps., π. ἐν τῷ Θεῷ, ἐν τῷ εὐαγγελίῳ, LXXPs.77(78).22, Ev.Marc.1.15 ; π. εἰς τὸν Θεόν Ev.Jo.14.1, al.; εἰς τὸ ὄνομά τινος ib.1.12; π. ἐπὶ τὸν Κύριον Act.Ap.9.42 : abs., believe, περὶ μὲν τούτου . . οὔτε ἀπιστέω οὔτε ὦν π. τι λίην Hdt.4.96; χαλεπὰ παντὶ ἑξῆς τεκμηρίῳ πιστεῦσαι although it is hard to believe every single bit of evidence about them, Th.1.20 : c. acc. cogn., π. δόξαν entertain a confident opinion, Id.5.105 :—Pass., to be trusted or believed, ἄνδρες ἄξιοι πιστεύεσθαι Pl.La.181b, cf.Ep.309a, X.Cyr.4.2.8; πιστευθῆναι ὑπό τινος enjoy his confidence, ib.6.1.39, cf. An.7.6.33 ; π. παρά τινι D.23.4, 58.44 ; πρός τινας Id.20.25 ; ὡς πιστευθησόμενος as if he would be believed, Id.27.54, cf. 36.43 ; π. ὡς δημοτικὸς ὤν Arist.Pol. 1305a28 ; πιστεύονται [οἱ λόγοι] Id.EN1172b6 ; ἐπιστεύοντο ἃ ἔλεγον they were believed in what they said, D.32.4 ; πρόγνωσιν ἐπεπίστευντο were believed to possess foreknowledge, J.AJ17.2.4.    2 comply, ὡς οὐχ ὑπείξων οὐδὲ πιστεύσων λέγεις; S.OT625, cf. 646 ; opp. ἀπιστέω, Id.Tr.1228.    3 c. inf., believe that, feel confident that a thing is, will be, has been, E.HF146; ἀληθῆ εἶναι Pl.Grg.524a, cf. R. 450d; ὃς ἂν γνώμῃ πιστεύῃ τῶν ἐναντίων προὔχειν Th.2.62 ; προέσθαι τὴν προῖκ' οὐκ ἐπίστευσεν D.30.7 ; π. ὡς... ὅτι... X.Hier.1.37, Arist. Ph.254a3, al. : the inf. is sts. omitted, τὰ μὲν οὐ πιστεύουσιν οἱ νέοι (sc. εἶναι or γεγονέναι) Id.EN1142a19, cf. APr.68b13, GA716a7 :—Pass., παρὰ Διὸς . . οἱ νόμοι πεπιστευμένοι ἦσαν γεγονέναι Pl.Lg.636d; πιστευθεὶς ἀληθεύσειν believed sure to... X.An.7.7.25 ; ὁ ἥλιος . . πεπίστευται εἶναι μείζων τῆς οἰκουμένης Arist. de An.428b4; πρῶτοι νόμοις ἐγγράπτοις χρήσασθαι πεπιστευμένοι Str.6.1.8 : without inf., πιστευθείσης εἱμαρμένης αἴρεται πᾶσα νουθεσία Diog.Oen.33, cf. 23.    4 c. dat. et inf., τοῖσι ἐπίστευε σιγᾶν to whom he trusted that they would keep silence, Hdt.8.110, cf. X.Cyr.3.3.55, Lys.19.54.    5 have faith, Act.Ap.2.44, 19.18, etc.    II π. τινί τι entrust something to another, τινὶ ἡγεμονίαν, χρήματα, X.Mem.4.4.17, Smp.8.36; τὰν ὠνὰν τῷ θεῷ GDI1684, al. (Delph.); γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν . . βίον Men.Mon.86; also περὶ τῶν ἐμῶν τούτῳ ἀξιῶ πιστεύειν ὑμᾶς Lys.30.7:—Med., have entrusted to one, ἀρχήν Berichte der russ. Akad. fuür Gesch. der materiellen Kultur 4.82 (Olbia, ii/iii A.D.):—Pass., πιστεύεσθαί τι to be entrusted with a thing, have it committed to one, παρά or ὑπό τινος, Plb.3.69.1, Phylarch.24J., cf. Vett. Val.65.3: c. inf., πιστευθέντας τοῖς ἐχθροῖς διαφθείρειν Arist.Pol.1287a39 (nisi leg.πεισθέντας): c. gen., πιστευθεὶς τῆς Κύπρου Plb.18.55.6, cf. 6.56.13, D.S.12.15, etc.

German (Pape)

[Seite 620] tra uen, vertrauen, sich auf Jemand oder auf eine Sache verlassen, τινί, εἴ τι πιστεῦσαι θεῶν χρὴ θεσφάτοισιν, Aesch. Pers. 786; θεοῖς τε πιστεύσαντα τοῖς τ' ἐμοῖς λόγοις, Soph. Phil. 1360, u. öfter; dah. auch = glauben, sich überreden lassen, ὦ πρὸς θεῶν πίστευσον, Οἰδίπους, τάδε, O. R. 646; Ggstz ἀπιστέω, Tr. 1218; γυναιξὶ πιστεύω βραχύ, Eur. Or. 1103; λόγοις ἐμοῖσι πίστευσον τάδε, Hel. 716; u. in Prosa, Her. 1, 24; Thuc. 1, 20; glauben, ἃ ἐγὼ ἀκηκοὼς πιστεύω ἀληθῆ εἶναι, Plat. Gorg. 524 a; οὐ πιστεύεις σαυτῷ οἷός τ' ἂν εἶναι ταῦτα οὕτω διελέσθαι; Crat. 425 b; mit ὅτι, Plut.; τοῖς λόγοις, Plat., oft, u. Folgde; τῷ ἐξελέγχειν, Dem. 29, 2; – pass., πιστεύεσθαι ὑπό τινος, von Jemandem Zutrauen genießen, Xen. Conv. 4, 29; ἐπιστεύετο ὑφ' ὑμῶν, Is. 11, 6; ὑπ' ἀνδρῶν ἀξίων πιστεύεσθαι, Plat. Lach. 181 b; aber auch ἐπιστεύοντο ἃ περὶ ἀλλήλων ἔλεγον, man glaubte, was sie von einander sagten, Dem. 32, 4; – παρὰ Διὸς αὐτοῖς οἱ νόμοι πεπιστευμένοι ἦσαν γεγονέναι, Plat. Legg. I, 636 d; πιστευθείς, Xen. Cyr. 5, 3, 17 An. 7, 6, 33 u. Sp., wie Pol. 16, 31, 4 u. öfter; auch = anvertrauen, τὴν ἀρχὴν πεπιστευμένος, dem der Oberbefehl anvertraut worden, Plat. Ep. I, 636 d; vgl. Xen. Cyr. 4, 2, 8; πεπιστευμένος τὴν πόλιν παρὰ Ῥωμαίων, Pol. 3, 69, 1; auch c. gen., 6, 56, 13. 18, 38, 6. – Πιστεύειν εἰς θεόν, ἐπὶ κύριον, an Gott glauben, N. T., K. S.