ἐπίνοια

Revision as of 19:47, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_6b)

English (LSJ)

ἡ,

   A thinking on or of a thing, thought, notion, οὐδ' ἐς ἐπίνοιαν ἰέναι τινός Th.3.46; ὡς . . Id.4.92; οὐδ' ἐπίνοιαν ποιήσασθαί τινος Plb.1.20.12; τὰς ἐ. εἴς τι φέρειν D.H.Pomp.1; πάσαις ταῖς ἐ. γίγνεσθαι περί τι Plb.5.110.10; conception, idea, ἐναργὴς τοῦ πράγματος ἐ. Epicur.Fr.255, cf. Phld.D.3.8, al.; κατ' ἐπίνοιαν in idea, opp. κατὰ περίπτωσιν (q.v.), Stoic.2.29; κατ' ἐ. ψιλὴν ὑφεστάναι ib.159; πᾶσαν ἐ. ἀτοπίας ὑπερβάλλειν Plu.2.1065d.    2. power of thought, inventiveness, οἶνον σὺ τολμᾶς εἰς ἐ. λοιδορεῖν; Ar.Eq.90, cf. X.Cyr.2.3.19; κατὰ τέχνην καὶ ἐ. γίγνεσθαι Thphr.Od.7.    3. invention, device, conceit, ἐ. ἀστειοτάται Ar.Eq.539; ζητεῖν καινὴν ἐ. Id.V.346; θαυμαστὰς ἐξευρίσκων ἐ. Id.Eq.1322, etc.; τέχνης ἐπίνοιαι Arist.Mu.399b17; πενία ἐπινοιῶν διδάσκαλος Secund.Sent.10.    4. purpose, design, τίν' ἐ. ἔσχεθες; E.Ph.408, cf. Med.760 (lyr.); τίς ἐ.; Ar.Th.766, cf. Av.405 (lyr.); ἥτις ἡ 'πίνοια τῆς ἐγκεντρίδος Id.V.1073, cf. Pl.45; κατὰ τὴν ἐκφορὰν καὶ τὴν ἐ. Stoic.2.128; ἡ ἐ. τῆς καρδίας Act.Ap.8.22: pl., ἐξ οἰκείων ἐ., = sua sponte, OGI580.7 (Cilicia, iv A.D.).    II. afterthought, second thoughts, ψεύδει γὰρ ἡ 'πίνοια τὴν γνώμην S.Ant. 389.    III. intelligence, κοινὴ ἐ. Plb.6.5.2, cf. Longin. ap. Eus.PE 15.20.    2. Psychol., reflection on experience, retrospection, Plot.2.9.1, 6.8.7.

German (Pape)

[Seite 966] ἡ, Gedanke, Einfall, Erfindung; πολλαὶ ἐπίνοιαι καὶ εὐμήχανοι εἰς τέχνας Plat. Rep. X, 600 a; θαυμασταί, ἀστειόταται Ar. Equ. 539. 1322 u. öfter; οἶνον σὺ τολμᾷς εἰς ἐπίνοιαν λοιδορεῖν, in Beziehung auf das Erfinden, die Erfindungskraft, 90; das Vorhaben, die Absicht, Eur. Phoen. 408; Xen. Cyr. 2, 3, 19; εἰς ἐπίνοιάν τινος ἰέναι, über Etwas nachdenken, Thuc. 3, 46. 4, 42; οὐδὲ ἐπίνοιαν ποιεῖσθαί τινος, auch nicht daran denken, Pol. 1, 20, 11; πάσαις ταῖς ἐπινοίαις γίγνεσθαι περί τι 5, 110; κατ' ἐπίνοιαν, in der Vorstellung, Sext. Emp. adv. phys. 2, 348; πᾶσαν ἐπίνοιαν ὑπερβάλλειν, alle Vorstellung übersteigen, Plut. adv. stoic. 14; ἐπίνοιαι neben τολμήματα Luc. Alex. 1; Kunstgriff, 21. – Bei Soph. Ant. 385 ψεύδει γὰρ ἡ 'πίνοια τὴν γνώμην, die spätere Ueberlegung. – Uebh. Einsicht, ἡ κοινὴ ἐπ. Pol. 6, 5, 2.