διαπαρθενεύω
German (Pape)
[Seite 594] entjungfern; Her. 4, 168; Plut. Rom. 74; διαπεπαρθενευμένη, διεπαρθένευσε, διαπεπαρθενευκότα, διεπαρθένευσα Comici bei Poll. 3, 42.
[Seite 594] entjungfern; Her. 4, 168; Plut. Rom. 74; διαπεπαρθενευμένη, διεπαρθένευσε, διαπεπαρθενευκότα, διεπαρθένευσα Comici bei Poll. 3, 42.