ἀνάριστος
English (LSJ)
ον,
A = ἀναρίστητος, Id.VM11, Plb.3.72.3; dinnerless, X.An.1.10.19. Theoc.15.147.
German (Pape)
[Seite 205] = ἀναρίστητος, Xen. neben ἄδειπνοι An. 1, 10, 19; Ggstz ἠριστηκώς Hell. 4, 5, 8 u. öfter; Pol. 3, 71; Theocr. 15, 147.