διαπρηστεύω

Revision as of 19:07, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (c2)

English (LSJ)

   A v. διαδρηστεύω.

German (Pape)

[Seite 598] l. d., Her. 4, 79, v. l. διεπίστευσε, emend. διεδρήστευσε, Reiz διεπερίσσευσε.