ταυρηδόν
English (LSJ)
Adv.
A like a bull, ἔβλεψε γοῦν τ. ἐγκύψας κάτω Ar.Ra. 804; τ. ὑποβλέψας πρὸς τὸν ἄνθρωπον Pl.Phd.117b.
German (Pape)
[Seite 1073] adv., wie ein Stier; βλέπειν, ὑποβλέπειν, stier blicken, Ar. Ran. 803; Plat. Phaed. 117 b; Luc. Philopatr. 2.