ἀνταμείβομαι
English (LSJ)
A exchange one thing with another, ὅταν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομόν Archil.74.7. II c.acc. pers., repay, requite, punish, ἀνταμείβεσθαί τινα κακοῖς Id.65; κακαῖσι ποιναῖς A.Pr.225; παθὼν κακῶς κακοῖσιν ἀντημείβετο Id.Th.1054; ἀνταμειψόμεσθά σ' ὥσπερ εἰκὸς ἀντὶ τῶνδε Ar.Th.723. III answer again, τοῖσδε Hdt.9.79; πρὸς τοὺς φίλους οἷ' ἀνταμείβει ῥήματ' S. OC814; τινὰ οὐδέν ib.1273; also ὑμᾶς . . τοῖσδ' ἀνταμείβομαι λόγοις E.Andr.154.
German (Pape)
[Seite 243] erwiedern, vergelten, παθὼν κακῶς κακοῖσι, Böses mit Bösem, Aesch. Sept. 1040; τινὰ κακοῖς Ch. 121; vgl. Archil. 118; τινὰ ἀντί τινος Ar. Th. 721; – πρὸς φίλους ῥήματα, antworten, Soph. O. C. 818; τινὰ οὐδέν 1275; τοῖσδε Her. 9, 79.