σκιοειδής
English (LSJ)
ές,
A shadowy, σκιοειδέα φῦλ' ἀμενηνά Ar.Av.686 (mockheroic); σ. φαντάσματα Pl.Phd.81d. 2 of colours, dark, καρποί Arist.Col.795a33; cf. σκιώδης.
German (Pape)
[Seite 899] ές, schattenartig, schattenähnlich, übh. dunkel, finster, trüb, neblig; φῦλα, Ar. Av. 686; φαντάσματα, Plat. Phaed. 81 d.