ή, όν,
A of or on the plain, τὰ π. Lys.Fr.238 S. II π., οἱ, in Attica, party of the plain, Arist.Pol.1305a24,Ath.13.4 ; cf. πεδιάσιος, πεδιεῖς.
[Seite 541] = πεδινός, Sp., vgl. Harpocr.; οἱ πεδιακοί, die Partei der Ebene, Arist. pol. 5, 5, = πεδιεῖς.