σύρφος
English (LSJ)
θηρίδιον μικρόν, ὁποῖον ἐμπίς (cf. σέρφος ?), Hsch.
German (Pape)
[Seite 1042] τό, = συρφετός, Hesych. ὁ, = σέρφος, Hesych.
θηρίδιον μικρόν, ὁποῖον ἐμπίς (cf. σέρφος ?), Hsch.
[Seite 1042] τό, = συρφετός, Hesych. ὁ, = σέρφος, Hesych.