ἐπιγουνίδιος
English (LSJ)
[ῐδ], ον,
A upon the knee, βρέφος ἐ. κατθηκάμενος Pi.P.9.62.
German (Pape)
[Seite 933] auf den Knieen, κατθηκάμενος Pind. P. 9, 62.
[ῐδ], ον,
A upon the knee, βρέφος ἐ. κατθηκάμενος Pi.P.9.62.
[Seite 933] auf den Knieen, κατθηκάμενος Pind. P. 9, 62.