δίψακος

Revision as of 11:35, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

English (LSJ)

ὁ, prob. a kind of

   A diabetes, attended with violent thirst, Gal.8.394, Alex.Trall.11.6.    II teasel, Dipsacus fullonum, Dsc.3.11, Gal.11.864.

German (Pape)

[Seite 647] ὁ, oder διψακός, 1) eine Krankheit, sonst διαβήτης, Harnruhr, weil sie mit unauslöschlichem Durste verbunden ist, Medic. – 2) die Kardendistel, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

δίψᾰκος: ὁ, πιθανῶς εἶδος διαβήτου (τῆς νόσου) συνοδευομένου ὑπὸ ἰσχυρᾶς δίψης, Γαλην. 7, 511. ΙΙ. φυτὸν θαμνῶδες καὶ ἀκανθῶδες ἐν χρήσει παρὰ τοῖς κναφεῦσιν, dispacus fullonum, Διοσκ. 3. 13.