προσφάγιον
English (LSJ)
(A) [ᾰ], τό, (fagei=n)
A = ὄφον 1.1, Ev.Jo.21.5, Aesop.325, PLond. ined.2687 (iv A.D.); ἄρτον ἕνα καὶ π. POxy.498.33 (ii A.D.), cf. 736.89, 739.10 (i B.C./i A.D.): metaph., of an illicit commission or agio, τὸ καλούμενον παρ' αὐτοῖς π. OGI484.26 (Pergam.).
προσφάγιον (B) [ᾰ], τό, (προσφάζω)
A victim sacrificed beforehand, IG12(5).593.12 (Iulis, v B.C.).
German (Pape)
[Seite 785] τό, Zuessen, = προσόψημα, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
προσφάγιον: τό, (φαγεῖν), κοινῶς «προσφάγι», ὡς τὸ προσόψημα· καθόλου ἔδεσμα, φαγητόν, Εὐαγγ. π. Ἰω. 21. 5.