ἀγριέλαιος

Revision as of 10:14, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_16)

English (LSJ)

ον, = foreg.,

   A σκυτάλη AP9.237 (Erycius).    II as Subst., = ἀγριελαία, Theoc. 7.18, Thphr.HP2.2.5, Ep.Rom.11.17, etc.

German (Pape)

[Seite 23] ἡ, wilder Oelbaum, Theocr. 7, 18. 25, 21; Theophr. – Auch adj., σκυτάλη, vom wilden Oelbaum, Eryc. 4 (IX, 237).

Greek (Liddell-Scott)

ἀγριέλαιος: -ον, ἐπὶ τῆς ἀγρίας ἐλαίας, Ἀνθ. Π. 9. 237. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., = ἀγριελαία, Θεόκρ. 7. 18, Θεόφρ. Ἱ. Φ, 2. 3, 5, Ἐπιστ. π. Ῥωμ. ια΄, 17. - Περὶ μεταγενεστέρων τοιούτων τύπων, ὡς ἀγριο-βάλανος, κτλ., ἴδε Λοβ. Φρύν. 382.