συγκατεύχομαι

Revision as of 11:23, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

English (LSJ)

   A join in praying for, ταῦτα S.Ant.1336.    II pray to together with another deity, Plu.2.492c.

German (Pape)

[Seite 966] mit, zugleich erflehen, bitten, ὧν ἐρῶ μέν, τα ῦτα συγκατευξάμην, Soph. Ant. 1336; – im Gebet mit anrufen, Plut de frat. am. E.

Greek (Liddell-Scott)

συγκατεύχομαι: ἀποθ., κατεύχομαι ὁμοῦ, ἀλλ’ ὦν ἐρῶ μέν, ταῦτα συγκατευξάμην Σοφ. Ἀντ. 1336. ΙΙ. προσεύχομαι εἴς τινα μετά τινος ἢ ὁμοῦ, Πλούτ. 2. 492D.