γρυτοπώλης
English (LSJ)
ου, ὁ,
A seller of small wares, Sch.Ar.Pl.17: written κρυτ-, BGU9i12 (iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 507] ὁ, Trödler, Zenob. 5, 54.
Greek (Liddell-Scott)
γρῡτοπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν μικρὰ ἐμπορεύματα, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 17.