εὔκριθος
English (LSJ)
ον, (κριθή)
A rich in barley, ἀλωά Theoc.7.34; ἄρουρα AP6.258.6 (Adaeus).
German (Pape)
[Seite 1076] gerstenreich, ^ ἀλωά, Theocr. 7, 34; ἄρουρα, Add. 1 (VI, 258).
Greek (Liddell-Scott)
εὔκρῑθος: -ον, (κριθὴ) πλούσιος εἰς κριθήν, Θεόκρ. 7. 34, Ἀνθ. Π. 6. 258.