Θύμβρις

Revision as of 11:33, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_12)

English (LSJ)

ιδος, ἡ, name of several rivers, esp.

   A the Tiber, AP9.352 (Leon. Alex.), D.P.352 sq.; cf. Θυβριάς.

Greek (Liddell-Scott)

Θύμβρις: -ιδος, ἡ, ὄνομα ποταμῶν τινων, ἰδίως τοῦ Τιβέρεως, Ἀνθ. Π. 9. 352 κἑξ. (μετὰ διαφ. γραφ. Θύβρις): - Θυμβριὰς ἢ Θυβριάς, άδος, θηλ. ἐπίθ. τοῦ Τιβέρεως, Βεργίλλιος, ὅν ποτε Ρώμης Θυμβριὰς ἄλλον Ὅμηρον ἀνέτρεφε πάτριος ἠχὼ Χριστ. Ἐκφρ. 418, Ἀνθ. Π. παράρτ. 51. 1.