προσεμβαίνω

Revision as of 11:12, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_20)

English (LSJ)

   A step upon, trample on, οὐ γὰρ θανόντι καὶ προσεμβῆναί σε χρή; S.Aj.1348.    II step into, enter, εἴς τι Dsc.5.11.

German (Pape)

[Seite 759] (s. βαίνω), noch dazu hineinsteigen, hineingehen; – übertr., noch dazu mit Füßen treten, schimpflich behandeln, wie insultare, θανόντι, Soph. Ai. 1327.

Greek (Liddell-Scott)

προσεμβαίνω: πατῶ ἐπί τινος, καταπατῶ, λατ. insultare, οὐ γὰρ θανόντι καὶ προσεμβῆναί σε χρή; Σοφ. Αἴ. 1348. ΙΙ. ἐμβαίνω εἰς, εἰσέρχομαι, εἴς τι Διοσκ. 5. 19.