ἑλκοποιός

Revision as of 10:49, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_17)

English (LSJ)

όν, having power to wound, A.Th.398; cf. ἑλκοποιόν· κανθαρίς, Hsch.

German (Pape)

[Seite 798] Wunden machend, οὐδ' ἑλκοποιὰ γίγνεται τὰ σήματα, die Wappen (des Schildes) verwunden nicht, Aesch. Spt. 380.

Greek (Liddell-Scott)

ἑλκοποιός: -όν, ἔχων δύναμιν νὰ κάμνῃ ἕλκη, Αἰσχύλ. Θήβ. 398. Καθ’ Ἡσύχ.: «ἑλκοποιόν· κανθαρίς».