αἰχμαλωτικός
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for a prisoner, E.Tr. 871.
Greek (Liddell-Scott)
αἰχμᾱλωτικός: ή όν, ἀνήκων εἰς ἢ κατάλληλος δι’ αἰχμάλωτον, Εὐρ. Τρῳ. 871.
ή, όν,
A of or for a prisoner, E.Tr. 871.
αἰχμᾱλωτικός: ή όν, ἀνήκων εἰς ἢ κατάλληλος δι’ αἰχμάλωτον, Εὐρ. Τρῳ. 871.