ἀνορχέομαι
English (LSJ)
A leap up and dance, E.Supp.719; of the soul, Ph.1.379.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνορχέομαι: ἀποθ., ὀρχοῦμαι μετ’ ἀνασκιρτημάτων ἐκ χαρᾶς, Εὐρ. Ἱκ. 719.
A leap up and dance, E.Supp.719; of the soul, Ph.1.379.
ἀνορχέομαι: ἀποθ., ὀρχοῦμαι μετ’ ἀνασκιρτημάτων ἐκ χαρᾶς, Εὐρ. Ἱκ. 719.