ἀνιάχω

Revision as of 11:33, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13b)

English (LSJ)

[ᾰχ],

   A cry aloud, A.R.2.270, 3.253, Nonn.D.15.417.    2 c. acc., proclaim loudly, APl.4.296 (Antip.); ἔπος Nonn.D.44.190.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνιάχω: μέλλ. -αχήσω, ἰσχυρῶς φωνάζω, ἀναβοῶ, «χουγιάζω», Ἀπολλ. Ρόδ. 2. 270, κτλ. 2) μετ’ αἰτ., μεγαλοφώνως ἐπαινῶ, Ἀνθ. Πλαν. 296. ΙΙ. ἀναφωνῶ ἀποκρινόμενος, ἀποκρίνομαι μεγαλωφώνως, Νόνν. παράφρ. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ι΄, 90.