δοριστέφανος
English (LSJ)
ον,
A crowned for bravery, Σπάρτα ib.596.
German (Pape)
[Seite 658] speerumkränzt; Σπάρτα Ep. ad. 507 (IX, 596).
Greek (Liddell-Scott)
δοριστέφανος: -ον, στεφανωθεὶς ἐπὶ ἀνδρείᾳ, Σπάρτα Ἀνθ. Π. 9. 596.
ον,
A crowned for bravery, Σπάρτα ib.596.
[Seite 658] speerumkränzt; Σπάρτα Ep. ad. 507 (IX, 596).
δοριστέφανος: -ον, στεφανωθεὶς ἐπὶ ἀνδρείᾳ, Σπάρτα Ἀνθ. Π. 9. 596.