σιφλόω

Revision as of 10:09, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

English (LSJ)

   A maim, cripple, Il.14.142.

German (Pape)

[Seite 887] verstümmeln, verletzen, übh. ins Unglück bringen, in Schmach, Schande stürzen, Il. 14, 142, κακοῦν, βλάπτειν, ἀφανίζειν übersetzt.

Greek (Liddell-Scott)

σιφλόω: ἀκρωτηριάζω, κολοβώνω, «σακατεύω», ἐμβάλλω τινὰ εἰς δυστυχίαν, Ἰλ. Ξ. 142, καὶ αὐτόθι ἴδε τὸν Heyn.˙ πρβλ. σιφλός. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σιφλοῦν˙ αἰσχύνειν, πηροῦν, βλάπτειν», καὶ «σιφλῶσαι˙ ἀφανίσαι».