ἐγκαθεύδω

Revision as of 11:34, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13b)

English (LSJ)

fut. -ευδήσω,

   A sleep among, Arist.HA610b31; sleep upon, ποδήρη ὦτα ὡς ἐγκαθεύδειν Str. 15.1.57; στιβάδα ἐγκαθεύδειν τινὶ παρασκευάσαι Ael.NA6.42.    2 generally, lie abed, Ar.Lys.614.    3 sleep in a temple to effect a cure, IG4.951.25 (Epid.), 7.235 (Orop.), etc.

German (Pape)

[Seite 703] (s. εὕδω), darin, darauf schlafen; τάπησι Anacr. 35, 1; Arist. H. A. 9, 3 u. Sp.; dabei schlafen, Ar. Lys. 614.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκαθεύδω: μέλλ. -ευδήσω, κοιμῶμαι μεταξύ, ἐγκαθεύδειν δὲ ψυχρότεραι οἶες αἰγῶν Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 3, 3 (ὁ Schneid συγκ-). 2) ἐν γένει κοιμῶμαι, Ἀριστοφ. Λυσ. 614.