παρηγορητέον

Revision as of 11:18, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_20)

English (LSJ)

   A one must assuage, remedy, ib.486e, Orib.Fr.1.

Greek (Liddell-Scott)

παρηγορητέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ παρηγορῶ, δεῖ παρηγορεῖν, Πλούτ. 2. 486F· πρέπει τις νὰ μεταχειρισθῇ τρόπον θεραπείας, πρὸς τὰ σφορὰ τῶν ἀλγημάτων παρηγορητέον Γαλην. τ. 14, σ. 446, 3.