τετράγναθος

Revision as of 10:47, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_18)

English (LSJ)

ον,

   A with four jaws, φαλάγγια Str.16.4.12, cf. Agatharch.59, Ael.NA17.40.

German (Pape)

[Seite 1097] mit vier Kinnbacken; τὸ τετράγν., eine giftige Spinnenart, Strab.

Greek (Liddell-Scott)

τετράγνᾰθος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας γνάθους, σιαγόνας, φαλαγγίων τῶν τετραγνάθων καλουμένων Στράβ. 772, Αἰλ. π. Ζ. 17. 40.