ἐμπολεύς
English (LSJ)
έως, ὁ,
A merchant, trafficker, AP6.304 (Phan.).
German (Pape)
[Seite 816] ὁ, der Einkäufer, Kaufmann, Phani. 7 (VI, 304).
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπολεύς: έως, ὁ, ἔμπορος, πραγματευτής, Ἀνθ. Π. 6. 304.
έως, ὁ,
A merchant, trafficker, AP6.304 (Phan.).
[Seite 816] ὁ, der Einkäufer, Kaufmann, Phani. 7 (VI, 304).
ἐμπολεύς: έως, ὁ, ἔμπορος, πραγματευτής, Ἀνθ. Π. 6. 304.