ἐπαλάομαι
English (LSJ)
A wander about or over, πόλλ' ἐπαληθείς Od.4.81; Αἰγυπτίους ib.83: subj. aor. ἐπαληθῇ 15.401.
German (Pape)
[Seite 897] auf Irrfahrten hingelangen; Αἰγυπτίους, zu den Aegyptern, Od. 4, 83; πόλλ' ἐπαληθείς, weit umhergeirrt, 4, 81. 15, 176; ἐπαληθῇ 15, 401; Ap. Rh. 3, 348.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπᾰλάομαι: ἀποθ. μετ’ ἀορ. παθ., περιπλανῶμαι, πολλὰ παθὼν καὶ πόλλ’ ἐπαληθεὶς Ὀδ. Δ. 81, 83· ὑποτακτ. ἀορ. ἐπαληθῇ Ε. 401.