κατάκλειστος

Revision as of 09:54, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_17)

English (LSJ)

ον,

   A shut up, of women, Call.Fr.118, cf. LXX 2 Ma.3.19, Luc.Tim.15, Hsch.; οἴκοι κατάκλειστος ἦν D.L.6.94; κ. εἶχεν τὰ βιβλία Str.13.1.54; precious, τίμιον ἢ κ. S.E.P.1.143.

German (Pape)

[Seite 1353] eingeschlossen, eingesperrt; κατάκλειστον ἐν θύραις καὶ σκότῳ φυλάττοντας Luc. Tim. 15; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατάκλειστος: -ον, κατακεκλεισμένος, ἐπὶ γυναικῶν, Καλλιμ. Ἀποσπ. 118· γύναια κ. μηδὲ τῆς αὐλείου προερχόμενα Φιλ. σ. 977Ε, πρβλ. Λουκ. Τίμ. 15· οἴκοι κατάκλειστος ἦν Διογ. Λ. 6. 94· κ. εἶχε τὰ βιβλία Στράβ. 609.