ῆρος, ὁ,
A winnower of corn, Il.13.590.
[Seite 46] ῆρος, ὁ, der Getreidereiniger, Worfler, Il. 13, 590.
λικμητήρ: ῆρος, ὁ, ὁ λικμῶν τὸν σῖτον, ὁ «λιχνίζων», Ἰλ. Ν. 590· πρβλ. λικνίτης.