μεταμορφόω
English (LSJ)
A transform, Gal.19.479; ἑαυτὸν εἴς τι Ael.VH1.1; disguise, ἑαυτόν App.BC4.41:—mostly in Pass., to be transformed, Ep.Rom.12.2, Plu.2.52d, Luc.Asin.11; εἰς θηρίων ἰδέαν D.S.4.81; εἰς Ἀπόλλωνα Ph.2.559; εἰς ἰχθύν Ath.8.334c; ἀπὸ δόξης εἰς δόξαν 2 Ep.Cor.3.18; to be transfigured, Ev.Matt.17.2, etc.
German (Pape)
[Seite 150] umgestalten, in eine andere Gestalt verwandeln; τὴν Νέμεσιν ποιεῖ εἰς ἰχθὺν μεταμορφουμένην, Ath. VIII, 334 c; Luc. Asin. 11 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μεταμορφόω: μεταβάλλω τὴν μορφήν τινος, μεταμορφώνω, ἑαυτὸν εἴς τι Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 1. 1· ― κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ., πάσχω ἀλλοίωσιν, μεταμορφώνομαι, Πλούτ. 2. 52D, Λουκ. Ὄν. 11· εἰς ἰχθὺν Ἀνθ. 334C· ― τροποποιεῖται ἡ μορφή μου ἐπὶ τὸ μεγαλειότερον, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιζ΄, 2, κτλ.